διπλασιάζω — double pres subj act 1st sg διπλασιάζω double pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιάζω — διπλασιάζω, διπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διπλασιάζω — (AM διπλασιάζω) [διπλάσιος] 1. αυξάνω κάτι στο διπλάσιο, κάνω κάτι διπλό 2. γραμμ. επαναλαμβάνω σύμφωνο («τα ρήματα που αρχίζουν από ρ όταν παίρνουν συλλαβική αύξηση διπλασιάζουν το ρ») αρχ. 1. επαναλαμβάνω μετρική φράση 2. παίρνω διπλάσια αξία,… … Dictionary of Greek
δεδιπλασιασμένα — διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιάζετε — διπλασιάζω double pres imperat act 2nd pl διπλασιάζω double pres ind act 2nd pl διπλασιάζω double imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιπλασιασμένον — διπλασιάζω double perf part mp masc acc sg διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιπλασίακε — διπλασιάζω double perf imperat act 2nd sg διπλασιάζω double perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιαζομένων — διπλασιάζω double pres part mp fem gen pl διπλασιάζω double pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιαζόμενον — διπλασιάζω double pres part mp masc acc sg διπλασιάζω double pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιαζόντων — διπλασιάζω double pres part act masc/neut gen pl διπλασιάζω double pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)